- κοπτικός
- (I)-ή, -ό (ΑM κοπτικός, -ή, -όν) [κόπτω]νεοελλ.1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην κοπή ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική μηχανή»)2. το θηλ. ως ουσ. η κοπτικήη τέχνη τής κοπής υφασμάτων ή υποδημάτων για ράψιμομσν.-αρχ.φονικός.επίρρ...κοπτικῶς (Α)φονικά.————————(II)-ή, -ό(ν) [Κόπτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κόπτες και στην Εκκλησία τους2. το θηλ. ως ουσ. η Κοπτικήχαμιτοσημιτική γλώσσα που μιλιόταν στην Αίγυπτο από τον 3ο μ.Χ. αιώνα σε αλφάβητο που προερχόταν από το Ελληνικό3. φρ. α) «Κοπτική Εκκλησία» — η Εκκλησία τών Κοπτών, δηλαδή τών χριστιανών τής Αιγύπτου, η οποία παραμένει πιστή στην πατερική παράδοσηβ) «κοπτική μουσική» — η λειτουργική μουσική τών Κοπτών, δηλαδή τών απογόνων τών αρχαίων Αιγυπτίων που ασπάστηκαν τον χριστιανισμό πριν από την ισλαμική κατάκτηση τής Αιγύπτου.
Dictionary of Greek. 2013.